Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Το πάνω πάτωμα (ΜΕΡΟΣ Β)

Η συνάντηση με τον τρελό της γειτονιάς είχε αρχίσει να προεξοφλεί τον ανώφελο χαρακτήρα της. Δεν είχα καμία ελπίδα να τον εκμεταλλευτώ. Με είχε προλάβει ήδη ο μάνατζερ (είναι ένας άνθρωπος που με αγαπά πολύ και με έχει βοηθήσει ακόμα πιο πολύ. -παύση τρεμούλιασμα χειλιού - τον εχω σαν πατέρα) Γαμώ την κοινωνία μου σκέφτηκα και εξέτασα με αστυνομική οξυδέρκεια τις εξόδους του σπιτιού. Ο τρελάρας πιάνει το βλέμμα μου να κοιτάει την μπαλκονόπορτα, έλα να σου δείξω μου λέει καθώς με τραβάει προς τα έξω και μου δείχνει προς τα κάτω, όταν κάθεσαι στο μπαλκόνι βλέπω τις πατουσίτσες που τις ανεβάζεις στην κουπαστή (το χριστούλη σου σαββατιάτικα είπα στον άλλο μου εαυτό τον λογικό που παρακολουθεί στωικά τις μαλακίες που κάνω κατά καιρούς.). Κι εκεί που με έπιασε ένα πνιγηρό συναίσθημα εγκλωβισμού - γιατί σ΄αυτές τις φάσεις, κακά τα ψέματα - χρειάζεσαι άλλον έναν, εκεί στη γωνία να τα παρακολουθεί όλα, να γυρνάς να του κλείνεις το μάτι και μετά να πιείτε δέκα μπύρες γελώντας του θανάτου και πιάνοντας τους κοιλιακούς σας με πόνο.

Αποστασιοποιούμαι από τον εγκλωβισμένο μου εαυτό, τον βαφτίζω "άλλον έναν" και γυρνάω κοιτώντας τον βασανισμένο μου καλλιτέχνη στα μάτια. "Σου έχω μιλήσει ποτέ για το μαγικό μου χέρι;"
Όχι, απαντά εμφανώς συγκινημενος.

- Σημείωση του συγγραφέα: "Όταν ήμασταν μικρά τα Χριστούγεννα με την αδερφή μου και δύο ξαδερφάκια μας που έμεναν απέναντι βγαίναμε παγανιά για τα κάλαντα, ΟΧΙ ΟΠΩΣ ΕΚΑΝΑΝ ΤΑ ΑΛΛΑ ΠΑΙΔΑΚΙΑ. Έπαιρνα ένα κουτί χαρτομάντηλα, ξέρετε αυτά τα μακρόστενα, το έντυνα με χρυσόχαρτο και τα έκανα κάτι μεταξύ κουμπαρά και παγκαριού για να αποφέυγεται αυτή η υποτιμητική δοσοληψια (ανταλλαγή χρημάτων) μεταξύ καλαντοπαιχτών και καλαντακροατών και έπαιρνα, προσοχή φίλοι μου αυτό που θα ακολουθήσει είναι πολύ σημαντικό, έπαιρνα ξαναλέω τη μελόντικα, και με το μικρό μου δεξί χεράκι έπαιζα τα κάλαντα ενώ η αδερφή μου και τα ξαδερφάκια βασάνιζαν το τριγωνάκι τους με θέρμη. Μετά τα Χριστούγεννα, με το ίδιο μικρό μου χεράκι έπαιζα στη μελόντικα όποιο τραγούδι άκουγε η καλή μου η μανούλα στο ραδιόφωνο εκείνη την εποχή, από το σαριμπίταμ σαριμπατιμπαμ μέχρι την αθανασία του χατζιδάκη. Δεν υπήρχε τραγούδι να μου βάλεις και να μην το παίξω με το δεξί μου χεράκι στη μελόντικα γεμίζοντας σάλια το υπέροχο τούτο όργανο από την υπερπροσπάθεια. Αποφάσισα από τότε λοιπόν να κατατάξω τον εαυτό μου στην κατηγορία των μεγάλων - χαμένων ταλέντων, κατηγορώντας του γονείς μου που δεν με πήγαν να μάθω μουσική ενώ με το "μαγικό μου χέρι" (η πρόταση συνοδεύεται πάντα από αργή ανάταση και περιστροφή του δεξιού μου χεριού, χαμηλόφωνη ομιλία και μαγνητιστικό κοίταγμα στα ματια) μπορεί να παίξει - προσοχή - ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ μουσικό κομμάτι στη μελόντικα" . Τελείωσε η σημείωση, συνεχίζετε κανονικά.
Καταλαβαίνεις σε ποιόν μιλάς, μου λέει με ένα τικ στο πάνω αριστερό χείλος, μιλάς στον Γ.Ψ και του λές ότι είσαι μουσική ιδιοφυία; Ναι, απαντώ με θράσος, μιλάω στον Γ.Ψ και του λέω ότι είμαι μουσική ιδιοφυία. Πάμε στο πιάνο, με διατάζει τρεμουλιαστά. Θα σου κάνω κάποια τεστ που θα αποδείξουν τι είσαι και τι δεν είσαι, λέει σιγανά μα σχεδόν απειλητικά. Η συνέχεια δεν χρειάζεται να αναλυθει με λεπτομερεια πέρα από καποιες ομορφες ερωτικές στιγμές που μου έπιανε τα μπούτια γιατι είχα πολύ άγχος και δεν έβρισκα τους τόνους. Η εξέταση κράτησε μισή ώρα. Όταν τελείωσε γυρισε, με κοίταξε γλυκά και μου είπε ακομα πιο γλυκά, Λυπάμαι που στο λέω αλλά δεν είσαι μουσική ιδιοφυια.
Τι; έκρωξα. Αυτό παραπάει. Τι ώρα πήγε; Γιατί; Πρέπει να φύγω. Με κάνεις και νοιώθω ατάλαντη. Με κοίταξε με κατανόηση, με έσφιξε στην αγκαλιά του και με κατευόδωσε στον άχαρο κόσμο της αταλαντοσύνης μου. Θα με θυμάται για πάντα. Εγώ να δεις.


Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Το πάνω πάτωμα (ΜΕΡΟΣ Α)

Δεν φταίω εγώ. Δεν το ήξερα ότι ο Ψ. ήταν ένοικος στην πολυκατοικία μου. Δεν ήξερα καν ότι ο χοντρός με τα γυαλάκια ήταν ο Ψ.  Στο δικό μου τρελό σύμπαν, βέβαια, υπήρχε πάντα θέση γι αυτόν, κάποιος του το πε (αυτά τα πράγματα κυκλοφορούν) είδε φως και μπήκε.
Να, κάτι τέτοιες ώρες λέω, θα τα λέω και δεν θα με πιστεύει κανείς. Πώς είναι κάτι κακομοίρηδες στο σινεμά που τους έχουν ταράξει τα κουνούπια από τα trailer ακόμα κι εσύ την περνάς ζάχαρη από δίπλα; Κάπως έτσι μαζεύονται οι τρελοί (μανιακοί, σημειωμένοι, ζαβοί κλπ) γύρω μου ενώ τους λοιπούς τους προσπερνάνε με επιδεικτική αδιαφορία. Θα ξεκινήσω λοιπόν από την αρχή γιατί αξίζει τον κόπο.
Την Παρασκευή το απόγευμα πάω για καφέ με την αγαπημένη μου φίλη / κουμπάρα / ψυχαναλύτρια / μεγάλη καλλιτέχνιδα Κ. και εκεί που για αλλαγή κλαίμε τη μοίρα μας (συνήθως αναλωνώμαστε στο να ευλογάμε τα γένια μας) σκάει από δίπλα ο Ψ. Ενώ εγώ αναγνωρίζω σ' αυτό το χαμένο βλέμα με την επίφαση γελοιότητας, (κάτι σαν τον Τζόνυ Βαβούρα με μπυροκοιλιά και διανοητική στέρηση) τον ένοικο του αποπάνω (ανάθεμα την ώρα) διαμερίσματος. Α τι κάνεις; δεν έχουμε συστηθεί ποτέ, εγώ μένω από κάτω και τέλος του μήνα φεύγω από το σπίτι; Γυρνάει χαμένος, κεντράρει, μου χαμογελάει και ανοίγει τον κύκλο της τρέλας.
"α καλά δεν το πιστεύω σε βλέπω κάθε απόγευμα με αυτά τα παλιόρουχα τις φόρμες, μα εσύ είσαι μια θεά, καλά δεν ξέρεις ποιός είμαι, είμαι διάσημος, είμαι μεγάλος καλλιτέχνης, να κάτσω μαζί σας;, μα τι πίνετε, τι ζώδιο είσαι, μη μου πεις, θα το βρω μόνος μου, σκορπιός αποκλείεται, που κάηκες; θέε μου φοβερό! κάνε μου μια χάρη σε παρακαλώ, δεν θέλω να ξανακαείς ποτέ, έκανα φωτογράφηση για το esquire magazine, σας αρέσει αυτό το κινητό, μου το έκαναν δώρο, καπνίζεις; δεν κάνει καλό, για να δω τα χέρια σου, τι ωραίο δέρμα, τον άλλο μήνα βγαίνει ο τρίτος μου δίσκος, είμαι μια ιδιοφυία, αλήθεια σας το λέω, είμαι ένας από τους μεγαλύτερους πιανίστες της εποχής μου, θα παίξω και στο μέγαρο. τι ωραία που σας βρήκα".
Το αρπακτικό που ζει μέσα (μου) σε αυτό το γλυκό (δεν θέλω ου) ανθρώπινο περίβλημα ξύπνησε πεινασμένο και περιεργάστηκε αυτό το ημίτρελο καραφλό πλάσμα που παραληρρούσε ασταμάτητα δίπλα μου. Περιεργάστηκα τις επιλογές:
1. είναι τρελος και ασήμαντος. (θα τον κεράσουμε τον καφέ και θα εξαφανιστούμε)
2. είναι τρελός και σημαντικός (θα τον πιάσουμε πελάτη και θα τον εκμεταλλευτούμε)

Μετράω τις αποστάσεις και κάνω το βήμα μου; Μα καλά τόσες επιτυχίες... Ποιόν έχεις πιά δικηγόρο;
Μα δεν έχω δικηγόρο.. (γλυκό τρελό μου αγόρι). Δώσαμε ραντεβού την άλλη μέρα στο σπίτι του για καφέ και αποχαιρετιστήκαμε. Την επόμενη μέρα, ξημερώνει πάλι Σάββατο (όπως κάθε βδομάδα, τι βαρετό, ας πρωτοτυπήσει κάποιος επιτέλους), αφού τσεκάρω στο google ότι ο τύπος δεν λέει μούφες αλλά είναι όντως μεγάλος καλλιτέχνης (αχ αλλάχ, αλλάχ) πάω και παίρνω ένα cheese cake και σκάω τύπου βουτσάς / γαμπρός στην πόρτα του, έχοντας κρύψει τα κοφτερά μου δόντια και τα γαμψά μου νύχια για να βρω τον πιο σύντομο τρόπο για να εκμεταλλευτώ την ανοησία του και να τον ξεζουμίσω μέχρι να τον αφήσω στο δρόμο να παίζει με ηλεκτρικό πιανάκι και να ζητάει λεφτά από τους πονόψυχους περαστικούς.

Ένα όμορφο σπίτι κι ένας ξυπόλυτος μουσικός με το cheese cake ανά χείρας να ζουζουνίζει γύρω μου όπως η μύγα πάνω απ' το σκατό μουρμουρίζοντας δεν έπρεπε, δεν έπρεπε, δεν έπρεπε. Είπα ότι τον γκόυγκλαρα κι έχω ερθει διαβασμένη. Αναστέναξε, γύρισε τα μάτια του προς τα πάνω και είπε κουρασμένα "πόσες καταχωρίσεις βρήκες; εννιά χιλιάδες; εννιάμιση;" (δεν απάντησα) Μου έδειξε, τα κουζινικά του, τα φωτιστικά του (ένα απ΄αυτά μάλιστα είχα κι εγώ στο παλιό σπίτι, ένας είδος εύκαμπτης μεταλλικής δαντέλας που τυλίγεται γύρω από το γλόμπο και το πούλαγε το habitat 30 ευρώ και το είχαμε αγοράσει όλοι) με προβλημάτισε κάπως το γεγονός ότι μου είπε ότι τα έχει φτιάξει όλα μόνος του, μου έβαλε τις μπαλάντες του κολτρέιν, stan getz, μια ιταλίδα ντίβα που εμένα μου θύμιζε τόσο την κουρούκλη και αλίκη βουγιουκλάκη (;;;). Μου είπε ότι ράβει γυναικεία ρούχα, φτιάχνει στάμπες σε μπλούζες, ασχολείται με τη διακόσμηση, σχεδιάζει έπιπλα, αρνείται να κάνει γυμναστική, είναι πραγματικά μεγάλος καλλιτέχνης αλλά αυτό συνεπάγεται και μια μεγάλη μοναξιά, πριν από κάθε δεκάλεπτο μονόλογο, μου έλεγε με στόμφο μίλησέ μου για σένα, μίλησε μου για σένα. Μα πως ήταν δυνατόν να μην έχω φίλο, το ήξερε ότι θα είχε αντίπάλο, θα παλέψει όσο μπορεί για την καρδιά μου, πρέπει να ξεπεράσω το κλισέ της εμφάνισης και να δω το ψυχικό μεγαλείο ενός πραγματικού καλλιτέχνη, το βράδυ που με γνώρισε δεν κοιμήθηκε καθόλου έγραψε ένα κομμάτι για μένα, μου το έπαιξε, ο καινούριος δίσκος βγαίνει το δεκέμβρη (από ποιά εταιρεία;) δεν ξέρει ακόμα, έστειλε στην Τήλο 1500 cd που δεν ήθελε, δεν του είπαν ούτε ευχαριστώ. Αραγε, αναρωτήθηκε αναστενάζοντας δυνατά και κοιτάζοντάς με αυθάδικα με τα μικρά γουρουνίσια μάτια του, το καταλαβαίνω ότι συνομιλώ με μία ιδιοφυϊα;
Αχ μανούλα μου σκέφτηκα σιωπηλά.

(συνέχεια στο επόμενο)

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

θενκγκοντιτσφράιντει

Αυτές τις μέρες νοιώθω σαν να είμαι δεμενη στο άρμα των εξελίξεων από τα πόδια το οποίο με σέρνει επιδεικτικά σε ένα κατάμεστο στάδιο πάνω στα χώματα, ως άλλο σπάρτακο, προστάτη των δούλων και είδωλο των απανταχού χαρούμενων αγοριών. Περιμένω να χορτάσει το αιμοδιψές ανάλγητο ψαροφαγικό πλήθος για να πάψει ο γύρος του θανάτου, να δοθεί το σήμα στα άλογα να σταματήσουν και να έρθουν οι αγαπημενοι μου δικοί μου άνθρωποι να με λύσουν, να μου σκουπίσουν τα αίματα, να με πλύνουν, να με λούσουν, να μου κάνουν τη φράντζα πιστολάκι, να μου βάλουν κρέμες, να με ντύσουν, να με στυλώσουν στα πόδια μου να μου βάλουν μία βότκα λεμόνι στο χέρι κι ένα τσιγάρο στο άλλο και να με αμολήσουν πάλι υπό τους ήχους του κομμουνιστικού μανιφεστου του αγαπημένου της μάνας μου τζον λένον (ιμάτζιν ολ δε πιπόλ) σε ένα μπαράκι.

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011

τι κοιτάτε;

Εννοείται ότι πνίγομαι στη δουλειά και γι αυτόν ακριβώς το λόγο είμαι εδώ και σας γράφω μικροί μου φίλοι. Τι να τον κάνω τον ελέυθερο χρόνο στο σπίτι όταν μπορώ με καρδιοχτύπι να πληκτρολογώ γρήγορα κλέβοντας χρόνο από τα πολύ σημαντικά πράγματα της ημέρας. Σήμερα θέλω να φλυαρήσω, να πω ότι από την Τρίτη το βράδυ ακούω ασταμάτητα το δατ λουκ γιου γκιβ δατ γκάι του κυρίου Ι που να σας λέω, δείτε μόνοι σας (http://www.youtube.com/watch?v=NQwsiIlIfH8&ob=av2e). Έχω δύο dvd εδώ και δέκα μέρες, το κάστρο του μιγιαζάκι και κάτι μικρού μήκους της pixar, δεν τα χω δει, δεν τα πάω και στο video club να τα γυρίσω, μου στέλνουν απειλητικά μηνύματα να τα επιστρέψω, εγώ δεν πάω, το μαγαζί είναι δύπλα στο σπίτι, δεν μπορώ να καταλάβω τι μου συμβαίνει, θα πρέπει να πιάσω δεύτερη δουλειά για να τα πληρώσω, άσε που τέλος του μήνα μετακομίζω, μήπως να ρίξω κανόνι; Μια φορά, όταν ήμουνα μικρή (δεν πάνε πολλά χρόνια. μικρή παύση) είχαμε πάει στο φούρνο με τον μπαμπά μου και στο ύψος του κεφαλιού μου τότε ήταν κάτι καραμέλες σε ασημόχαρτο, καθώς ο άνθρωπος που ευθύνεται κατά το ήμισυ για την ύπαρξή μου αγόραζε μισό κιλό τίμιο ψωμί, εγώ πήρα την καραμέλα, την ξεδίπλωσα και την έβαλα όλη στο μικρό μου στόμα  και άρχισα να την πιπιλάω (η χαρά του παιδεραστή). Αφού ολοκληρώθηκε η ανταλλαγή, πολύ χαρούμενη γιατί ο μπαμπάς είχε δώσει ένα χαρτονόμισμα και πήρε πίσω μισό κιλό ψωμί, πολλά χρωματιστά χαρτονομίσματα και εκατομμυυυυυρια ψιλά (μπαμπά εδώ νά 'ρχεσαι να δουλεύεις να μην πηγαίνεις στο καθαριστήριο κάθε μέρα - δικαστήριο - καθαριστήριο - δικαστήριο - δικαστήριο) γυρνάει με κοιτάει, εγώ πολύ χαρούμενη (βόλτα με τον τότε έρωτα της ζωής μου, καραμέλα, λεφτά, ψωμί που μυρίζει)

τι είναι αυτό που έχεις στο στόμα σου;
...
είπα τι είναι αυτό που έχεις στο στόμα σου;
.... (η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούσα να μιλήσω, η καραμέλα είχε ακινητοποιήσει τη γλώσσα)
την πλήρωσες την καραμέλα;
... (μα με τι να την πληρώσω; εγώ είμαι παιδί. δεν δουλεύω στο καθαριστδικαστήριο)
φτύστην (απλώνει τη χερούκλα του) και πάμε μέσα να πεις στην κυρία ότι την έκλεψες και ζητάς συγγνώμη

Η συνέχεια φίλοι μου είναι πολύ ταπεινωτική για να την παραθέσω, το πλήρωμα του χρόνου ήρθε, δουλεύω κι εγώ δυστυχώς στο δικαστήριο αλλά μπορώ και κάνω τις μικρές μου επαναστάσεις (ναι κυκλοφορώ 10 μέρες με τα DVD στην τσάντα, περνάω απ' εξω και δεν σταματάω να τα γυρίσω)

Γούστο μου, καπέλο μου και καουμποϋλίκι μου.