Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Πίσσα και πούπουλα

Αγαπητοί αναγνώστες,
μετά από μακρά απουσία και τραγελαφική παλινδρόμηση μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας αποφάσισα για άλλη μια φορά να εξασκήσω την παλιά μου τέχνη(κόσκινο) και να αφήσω κατά μέρος μια υπερεπείγουσα δουλειά που πρέπει να γίνει άμεσα για να σας ενημερώσω για τα τεκταινόμενα. Η ζωή μου αυτές τις μέρες θυμίζει σαλούν στην Άγρια Δύση, ήτοι εν μέσω πυροβολισμών, ασταμάτητου παιξίματος πιάνου από έναν συμπαθέστατο πιανίστα που παρακαλεί να μην τον πυροβολούν, μαλλιαρών καοουμπόυδων που πίνουν νερό που καίει προσπαθώ να φτάσω μέχρι το μπαρ και να πείσω τον τύπο που φτύνει μέσα στα ποτήρια και τα σκουπίζει με την πετσέτα του να γυαλίσουν να μου σερβίρει μια πορτοκαλάδα μπλε.
Όπως πολλοί από σας θα φαντάζεστε,
ΚΑΜΙΑ ΤΥΧΗ (αυτό είναι γραμμένο με έντονα κεφαλαία γράμματα για να δώσει έμφαση στη δίηγηση)


Για την ακρίβεια με έχουν πιάσει τέσσερεις και με έχουν στήσει σε μια γωνια σε μια αλάνα έξω από το σαλούν καθώς περιμένουν να φέρουν οι άλλοι την πίσσα για να με ρίξουν μέσα και μετά να με περάσουν από τα πούπουλα (πανέ). Αφημένη και παραδομένη στην άδικη τύχη μου, συνειδητοποιώ ότι ο πιανίστας (επιτέλους;) σταμάτησε να παίζει το πιάνο, ενώ μία περίεργη σιωπή κάνει ακόμα και αυτούς που με κρατάνε να νοιώθουν άβολα όταν ακούγεται μία γνώριμη εισαγωγή και - δεν πιστεύω στα μάτια μου - βγαίνει ο γιώργος νταλάρας με ένα μικρόφωνο.




ε δεν ειναι δυνατόν. δεν υπάρχει λίγη αξιοπρέπεια ούτε σ΄αυτή τη δύσκολη στιγμή μου; (μα που τα μυρίζεται τα βάσανα αυτός ο νταλάρας και βουτάει τα μικρόφωνα και γίνεται το επίκεντρο του ενδιαφέροντος;)
ξαφνικά βγαίνει από το μπαρ ο Ντίνος ο Χριστιανόπουλος, βουτάει από το Νταλάρα το μικρόφωνο, διακόπτωντας μια ομολογουμένως όμορφη στιγμή, καθώς έχουν βγει οι καουμπόυδες από το μπαρ και βαράνε παλαμάκια γύρω γυρω γονατιστοί ενώ ο πιανίστας ρίχνει ζεμπεκιές στο κέντρο με τα μάτια κλειστά, γίνεται απόλυτη ησυχία, ο Χριστιανόπουλος ρίχνει μια χριστοπαναγία που οι τρόποι μου δεν μου επιτρέπουν να την αναπαράγω εδώ, καθώς ενέπλεκε τη μανα του Χριστού με τη μάνα του Γιώργου Νταλάρα -πολύ αριστοτεχνικά οφείλω να ομολογήσω- και απαγγέλει:

και τι δεν κάνατε για να με θάψετε
όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος.


Το πλήθος διστάζει για λίγο και έκθαμβο παρακολουθεί το Χριστιανόπουλο να μεταμορφώνεται σε βιολογική καλλιέργεια στέβιας, αυτού του φοβερού υποκατάστατου ζάχαρης, προχωράμε όλοι (και ο γιώργος) και κόβουμε από δυο τρία φυλλαράκια, μπαίνουμε αγκαλιασμένοι στο μπαρ και πίνουμε βιολογικά μοχίτο που δεν παχαίνουν.
Ήμουν σίγουρη ότι το λίκνο της ποίησης δεν θα με άφηνε να πάω σαν το σκυλί στ' αμπέλι.